τροπή — turn fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπή — η 1. μεταβολή κατεύθυνσης: Τροπή προς νότο. 2. μτφ., αλλαγή, τροποποίηση, μετατροπή: Τροπή του κλάσματος σε ακέραιο. 3. ανταλλαγή: Τροπή χρημάτων. 4. μεταβολή ενός φθόγγου σε έναν άλλο: Τροπή του η σε ω. 5. καθένα από τα σημεία της εκλειπτικής… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροπή — η, ΝΜΑ 1. αλλαγή κατεύθυνσης, γύρισμα, καμπή 2. μεταβολή, μετατροπή, τροποποίηση 3. ηλιοστάσιο 4. μεταστροφή, αλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. μεταβολή ενός φθόγγου σε άλλον («τροπή τού α σε η») 2. μαθημ. μετατροπή μιας μετρικής μονάδας σε άλλην («τροπή… … Dictionary of Greek
τρόπῃ — τρόπηι , τρόπις ship s keel fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπῆι — τροπῇ , τροπάομαι pres subj mp 2nd sg (doric) τροπῇ , τροπάομαι pres ind mp 2nd sg (doric) τροπῇ , τροπάομαι pres subj mp 2nd sg (epic ionic) τροπῇ , τροπάομαι pres ind mp 2nd sg (epic ionic) τροπῇ , τροπέω turn pres subj mp 2nd sg τροπῇ , τροπέω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπαῖς — τροπή turn fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπαῖσι — τροπή turn fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπαί — τροπή turn fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπᾶς — τροπή turn fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπήν — τροπή turn fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)